- οικοσιτία
- οἰκοσιτία, ἡ (Α) [οικόσιτος]το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκοσιτία — οἰκοσιτίᾱ , οἰκοσιτία living at one s own expense fem nom/voc/acc dual οἰκοσιτίᾱ , οἰκοσιτία living at one s own expense fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαροσιτία — μιαροσιτία, ἡ (Α) μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)] … Dictionary of Greek